Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Αναζητώντας το νόημα της ζωής, του A. J. Cronin


Θα πρέπει ένας άνθρωπος να είναι τυφλός και απίστευτα ανόητος αν, φτάνοντας στα χρόνια της ωριμότητας, δεν αναρωτιέται πότε-πότε, μες στην παραζάλη της ζωής: «Για ποιο σκοπό ήρθα στον κόσμο; Γιατί ζω;»
Όταν είναι κανείς νέος, ο καιρός κυλάει τόσο γρήγορα, οι διασκεδάσεις είναι τόσο πολλές, και το τέρμα του δρόμου της ζωής μοιάζει νάναι τόσο μακριά, ώστε δεν υπάρχει καιρός για τέτοιες αυτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σε μένα, αυτό είχε συμβεί. Οι φοιτητές της ιατρικής, συνήθως, δε διακρίνονται για την ευσέβεια τους και, φυσικά, ούτε γω ήταν δυνατόν να αποτελώ εξαίρεση σ' αυτό τον κανόνα. Στα εργαστήρια της ανατομίας, όπου διαμελίζονται σε χίλια-δυό κομμάτια τα απομεινάρια του ανθρώπου, το ανθρώπινο σώμα δε μου φάνηκε τίποτα περσότερο από μια πολύπλοκη μηχανή. Στις αυτοψίες που είχα παρακολουθήσει, τί­ποτα δέν είδα που να με κάμει να πιστέψω ότι υπάρχει μες στο κορμί μια ψυχή αθάνατη. Όταν συλλογιόμουν τον Θεό, άθελα μου στο στόμα μου χάραζε ένα χαμόγελο ανωτερότητας, που έδειχνε την περιφρόνηση που αισθανόμουν για έναν τόσο παμπάλαιο μύθο.

Όταν όμως πήρα το πτυχίο του γιατρού και βγήκα στη βιο­πάλη, στις κοιλάδες της Νότιας Ουαλλίας, με τα ανθρακωρυχεία, και εξασκώντας το επάγγελμα μου είδα τη ζωή από κοντά, από πρώτο χέρι, όπως λένε, και πρόσεξα, το θάρρος και την καλή θέ­ληση των άλλων συνανθρώπων μου που αγωνίζονταν μέσα σε με­γάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, για πρώτη φορά, άρχισα να εισχω­ρώ στο βασίλειο του πνεύματος. Όταν παρευρισκόμουν στο θαύμα της γέννησης του άνθρωπου, όταν καθόμουν πλάι στο νεκρό τις ήσυχες ώρες της νύχτας, όταν άκουγα το σιγανό μα ανελέητο χτύ­πημα από τις φτερούγες του θανάτου, τότε, οι απόψεις μου για τη ζωή έγιναν κάπως αλλιώτικες. Η πείρα που με τόσην αγωνία κερδίζεις, αργά-αργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες αξίες. Έτσι κατάλαβα πως, στη ζωή, υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματά από όσα μπορεί κανείς να βρει στα βιβλία, πολύ περσότερα κι από όσα μπορεί ποτέ να ονειρευτεί. Με λίγα λόγια έχασα τη μεγάλη ιδέα που είχα για τον εαυτό μου κι αυτό, μ’ όλο που τότε δεν τόξερα ακόμα, είναι το πρώτο βήμα για να βρει κανείς τον Κύριο.
Σέ κάποιο κεφάλαιο μίλησα για την Όλγουεν Νταίηβις, τη μεσόκοπη νοσοκόμο, που πάνω από είκοσι χρόνια, με δύναμη και υπομονή, με ηρεμία και αισιοδοξία, εξυπηρετούσε τον κόσμο στην περιοχή του Τρέτζενυ. Αυτός ο ανυστερόβουλος αλτρουισμός, που έδειχνε να είναι το κλειδί του χαρακτήρα της, είχε τόσο γλίσχρα ανταμοιβή, ώστε, έμενα τουλάχιστον, πολύ με στενοχωρούσε. Μ’ όλο που ο κόσμος την αγάπαγε πάρα πολύ, ο μισθός της ήταν τιποτένιος. Στό τέλος, ένα βράδυ που είχαμε παρασταθεί σε μια πολύ δύσκολη κ’ επίμονη περίπτωση, τόλμησα να της πω δυο λόγια την ώρα που πίναμε μαζί ένα φλυτζάνι τσάι.
— Αδελφή, γιατί δεν τους ζητάτε να σας δίνουν κάτι περσότερο; Είναι πολύ κωμικό να ξέρει κανείς πώς κάθεστε και τσα­κιζόσαστε για τρεις κ’ εξήντα.
Σούφρωσε πολύ τα φρύδια της, αλλά, πάντως, χαμογέλασε:
— Όσα παίρνω, μου φτάνουν για να ζω.
— Όχι δά! επέμεινα. Εσείς έπρεπε να παίρνετε, το λιγότερο, μια λίρα την εβδομάδα παραπάνω. Ένας Θεός το ξέρει πόσο σας αξίζει αυτό!
Σιωπή απλώθηκε ξαφνικά. Το χαμόγελο της δεν έσβησε, όμως η ματιά της σιγά-σιγά πήρε μιαν αυστηρότητα και ένα βά­θος που με τρόμαζε.
— Γιατρέ, είπε, ένα πράγμα μ’ ενδιαφέρει εμένα. Να ξέρει ο Θεός πώς κάτι αξίζω. Αν το πετυχαίινω αυτό, δε μου χρειάζεται τίποτ’ άλλο.
Αυτά που μου είπε, για να μου εξηγήσει, ήταν ελάχιστα, το νόημα τους όμως διαβαζόταν ολοκάθαρα μες στα μάτια της. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν είχε παραστήσει τη θρησκευάμενη, κι όμως εκείνη τη στιγμή απόδειξε ανάγλυφα πώς όλη της η ύπαρξη, η αυτοθυσία και η εξυπηρετικότητα που ανάβλυζε απ' όλο της το είναι ήταν αποτέλεσμα αφιέρωσης, ύψιστη απόδειξη πως πίστευε στον Χριστό. Σε μια στιγμή κατανόησης, ένιωσα το βαθύτατο νόημα της ζωής της και, συγκρίνοντάς τη με τη δική μου, είδα το προσωπικό μου κενό.
Δεν παρίστανω τον καθηγητή της Θεολογίας. Ποτέ μου δεν ένιωσα πώς είμαι φτιαγμένος για να κάμω κήρυγμα σε κάποια δημόσια πλατεία. Ούτε ανήκω σε καμιάν ομάδα ή δόγμα ιδιαί­τερο, που αποκλείει όλους όσους δεν το ξέρουν ή δεν το πιστεύουν. Μιλάω απλώς για την πίστη στον Θεό, ένα θέμα που πολλοί πα­ραγνωρίζουν τη σημασία του, αλλά που σήμερα είναι ανάγκη να το προσέξουν οι άνθρωποι περσότερο από κάθε άλλην περίοδο της ιστορίας του Κόσμου.
Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της γης έχει παραδεχτεί μιαν αθεϊστική ιδεολογία, έχει καταπιαστεί με μιαν ανελέητη επίθεση, εναντίον της θρησκείας, έχει ξεσηκώσει μιαν άγρια κι ακούραστη εκστρατεία για να πνίξει οριστικά μές στη λάσπη την ιδέα ενός Θεού δημιουργού. Από την άλλη πάλι μεριά εμείς, οι άλλοι μισοί, μ’ όλη την πνευματική δίψα που νιώθουμε τόσο έντονα, μέσα στην καρδιά μας, είμαστε — οι περσότεροι — καταπληκτικά αδιάφοροι απέναντι της ιδέας της ύπαρξης Θεού, είμαστε σά νεκροί απέναντι στο αληθινό νόημα της ζωής. Πραγματικά, για πολλούς, η τάση της σύγχρο­νης σκέψης, που τονίζει την πρόοδο της επιστήμης και το ξεπέρασμα της παράδοσης, έφερε πολύ σοβαρά στην επιφάνεια το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού. Άλλοι, πάλι, γεμάτοι δυσπι­στία για έναν κόσμο που φαίνεται χαμένος μέσα στις συγκρού­σεις, τις αγωνίες, την αμφιβολία και το φόβο, κάνουν τα στραβά μάτια μπρος στην αβεβαιότητα του μέλλοντος, και πέφτουν με τα μούτρα σ’ ένα σωρό ποικιλόμορφες διασκεδάσεις.
Αυτό ακριβώς, η συνείδηση αυτής της κρίσης στα ανθρώπινα πράγματα, αυτό με κάνει να νιώθω την ανάγκη να καθορίσω με­ρικούς δρόμους της σκέψης και της ψυχής, που έδωσαν αφορμή να πάρει συγκεκριμένη μορφή η πίστη μου.
Από την αρχή ακόμα πρέπει να ειπωθεί πώς η μόνη κινούσα δύναμη στην υπερφυσική πίστη πρέπει να είναι ο ίδιος ο Θεός. Η ύπαρξη του Θεού δεν είναι δυνατό να υπαχθεί σε έλεγχο σα μαθηματική εξίσωση, ούτε και να αποδειχθεί σαν πρόβλημα από ένα-κάποιο βιβλίο του Ευκλείδη. Είναι φανερό πως ένα Ον άπειρο δεν είναι δυνατό να περιληφθεί σε όρια πεπερασμένα - η ανθρωπίνη αδυναμία μας είναι εντελώς ανίσχυρη να τον κατανοήσει απολύτως. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικά απλά στοιχεία που μας βο­ηθούν να τον ανακαλύψουμε.
Αν προσέξουμε το φυσικό σύμπαν, το μυστήριο και το μεγα­λείο του, την τάξη και την πολλαπλή του σύνθεση, τη φοβερή του απεραντοσύνη, δε μπορούμε να μην καταλήξουμε στην ιδέα ενός αρχικού Δημιουργού. Ποιος είναι κείνος ο άνθρωπος που θα τολ­μούσε να κοιτάξει ψηλά τ’ αμέτρητα, τ’ ατέλειωτα αστέρια, μια καλοκαιριάτικη νύχτα, χωρίς να συλλογιστεί εντονότατα πως ένας τέτοιος κόσμος δεν είναι δυνατόν vα έχει γίνει έτσι απλά από μιαν αφορμή τυφλή κι ακαθόριστη, ένα απλό μόριο ύλης που ξέφυγε του ήλιου ύστερ’ από κάποιο απλούστατο περιστατικό.
Αν θέλετε, παραμερίστε ως καθαρή φαντασία όσα μας λέει η Βίβλος για τον Θεό, που έπλασε τον κόσμο, με τα ίδια του τα χέρια μέσα σε έξι μέρες. Αν νιώθετε την ανάγκη, χαμογελάστε για τη λευκοφόρο πατριαρχική μορφή που ζωγράφισε ο Μιχαήλ Άγγε­λος στην Capella Sixtina, που είναι μια απεικόνιση του Δημι­ουργού Θεού, έτσι όπως τον παραδέχονταν οι άνθρωποι με την αφελή πίστη, παλιότερα. Μεταδίδει ο Θεός αυτός τον σπινθήρα της ζωής με το δάχτυλο Του, στον Αδάμ. Μπορεί να παραδέχε­στε την εξέλιξη, αρχίζοντας από τα προκατακλυσμιαία είδη και την επιστημονική εξήγηση των φυσικών αιτίων. Και θα βρεθείτε παλι μπροστά στο ίδιο μυστήριο το πρωταρχικό και το βαθύ: Ex nihilo nihil («Μηδέν εκ του μηδενός»). Τίποτα δε μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτα.
Εδώ και λίγα χρόνια, στο Λονδίνο, είχα καταπιαστεί, τις ελεύθερες ώρες μου, με την οργάνωση μιας Λέσχης Εργαζομένων Παιδιών, και κάλεσα ένα γνωστό ζωολόγο να κάμει μια διάλεξη στα παιδιά. Ήταν περίφημος τύπος, μονάχα κάπως διαφορετικός απ’ ό,τι τον φανταζόμουνα. Φαίνεται πως ξεκινούσε από την ιδέα πως στα παιδιά πρέπει να λέει κανείς την «αλήθεια», και γι’ αυτό διάλεξε για θέμα του «την αρχή του Κόσμου μας». Ανα­πτύσσοντας με ειλικρίνεια την αθεϊστική του ιδεολογία, περιέ­γραφε πώς, αιώνες πολλούς πρωτύτερα, κινήθηκαν τα νερά της θάλασσας, πώς έγιναν οι μεταβολές του φλοιού της γη, με τί κι­νήσεις και φυσικοχημικές αντιδράσεις είχε ξεφυτρώσει - χωρίς όμως να πει και πώς - η πρώτη πρωτόγονη μορφή ζωής, τα πρωτοπλασμιακό κύτταρο. Ήταν πολύ βαρύ θέμα για νέους που είχαν μεγαλώσει με πολύ ελαφριά πνευματική τροφή. Όταν τέ­λειωσε, ακούστηκαν αρκετά ευγενικά χειροκροτήματα. Ύστερα, στην ενοχλητική σιωπή που ακολούθησε, ένας άγουρος συνηθι­σμένος τύπος νεαρού, σηκώθηκε κάπως νευρικά:
— Με συγχωρείτε, κύριε, είπε τραυλίζοντας ελαφριά. Μας εξηγήσατε πώς οι θάλασσες χτυπούσαν πάνω στην παραλία, δε μας είπατε όμως τί έγινε και δημιουργήθηκε όλο εκείνο το νερό της θάλασσας;
Η απλοϊκή ερώτηση, που ήταν τόσο αντίθετη στον επιστη­μονικό τόνο της ομιλίας, έκαμε σ’ όλους κατάπληξη. Σιωπή α­πλώθηκε για πολλήν ώρα. Ο ομιλητής φαινόταν πολύ ενοχλη­μένος, δισταχτικός, και σιγά-σιγά έγινε κατακόκκινος. Και τότε, πριν προλάβει ν' αποκριθεί, όλο το ακροατήριο ξέσπασε σ’ ένα δυνατό γέλιο. Το περίτεχνο λογικό κατασκεύασμα που παρουσίασε αυτός ο επιστήμονας με το ρεαλισμό του, αναποδογυρίστηκε ολόκληρο και εκμηδενίστηκε από  μια φράση μονάχα, που την είπε για πρόκληση ένα αγόρι με πολύ αφελή σκέψη.
Η αλήθεια είναι πως, παρ’ όλες τις έρευνες της επιστήμης γύρω από τη φύση και τους σκοπούς που είχαν οι τεράστιες και τρομαχτικές της πορείες, που εκτείνονται μέσα στο απέραντο βάθος του χρόνου, εμείς μόνο μια φευγαλέα λάμψη μπορούμε να γνωρί­σουμε. Σ’ όλ’ αυτά δεν υπάρχει σοβαρή βάση για ν’ αρνηθεί κανείς την ύπαρξη του Θεού. Μάλλον οδηγείται να δεχθεί οτι στην πρωταρχική δημιουργία, στη μεταβολή του σύμπαντος και στη λειτουργία των φυσικών νόμων υπάρχει, υπήρξε και πάντοτε θα υπάρχει ένας Ύψιστος Νους.
Η πέτρα του σκανδάλου σ’ αυτή την πίστη, για πολλούς σο­βαρούς και καλοπροαίρετους ανθρώπους, είναι πως στη ζωή πάντοτε νικάει το κακό κι ο πόνος. Πώς να πιστέψει κανείς το Θεό, λένε, όταν έχει απέναντι του έναν κόσμο ολότελα ανάστατο, γεμάτο θλίψη, που τον τυραννούν οι θύελλες και οι πλημμύρες, η πείνα,  η φτώχεια και η δυστυχία, οι σεισμοί, φοβέρες και τρομερές αρρώστιες, κι ο θάνατος στις χειρότερές του μορφές; Φυσικά, λένε όλοι αυτοί πως ο Θεός δεν είναι διόλου τέλειος αρχιτέκτων, για να έχει πλάσει ένα τόσο μίζερο κόσμο!
Κι όμως, υπάρχει σ’ αυτή τη δύσκολη παρατήρηση μια απάν­τηση, και πουθενά αυτή δεν εκφράστηκε πιο άπλα ή με ομορφό­τερα λόγια, από κείνα που βρίσκει κανείς, βγαλμένα αληθινά μες από την ψυχή, στο βιβλίο του Ιώβ. Πραγματικά, φαίνεται πώς υπήρξε κάποιος που, επιτέλους, κατανόησε το αληθινό νόημα και το σκοπό του σύντομου περάσματος του άνθρωπου από τη γη. Αλλοίμονο, όμως, εμείς, μέσα στην απέραντα υλιστική εποχή μας, κυνηγημένοι από την ιδέα ν’ αναζητήσουμε με κάθε τρόπο τη χαρά, οδηγημένοι από την αχόρταγη μανία να διασκεδάσουμε, ξεχνούμε πως αυτά δεν είναι και το άπαντον της ζωής, η ουσία της. Αν παραδεχτούμε την ύπαρξη του Θεού και τη δική μας αθανασία, τότε καταλαβαίνουμε πώς δεν γεννιόμαστε ούτε κ’ ερχόμαστε στον κόσμο απλώς για να περάσουμε ευχάριστα τον καιρό μας, αλλά - με πολύ λίγα λόγια - για να προετοιμαστούμε. Το πέρασμα μας από τη ζωή είναι μια στιγμή - μιλάμε με ορολογία αιωνιότη­τας - δοκιμασίας και καρτερίας που, όταν την ξεπεράσουμε, βρι­σκόμαστε πάνω στο κατώφλι της αιωνιότητας. Βέβαια, είναι σί­γουρο πως θα υποφέρουμε· όμως όσο περσότερο προσπαθήσουμε ν’ απομονώσουμε τον εαυτό μας από τον πόνο, τόσο περσότερο μας μέλλεται να υποφέρουμε.
Περνώντας τη θλίψη και το σπαραγμό, τη δυστυχία και την απελπισία με τη θέληση μας, πίνοντας ως τον πάτο το ποτήρι της λύπης, καταφέρνουμε να υποταχτούμε στη θέληση του Θεού. Ανα­γνωρίζουμε τη ματαιότητα των επιθυμιών μας, και των γήινων αγαθών, που με τόση λαχτάρα αναζητούμε και κοιτάζουμε να αποχτήσομε. Όσο δυναμώνει το πνεύμα μας, τόσο η υποταγή μας είναι μεγαλύτερη. Αυτό ακριβώς έτυχε και στον Ιώβ, όταν ανέκραξε δυνατά εκείνο το υπέροχο: «Στείλε μου ό,τι θέλεις, Κύριε... κι αν ακόμα με θανατώσεις, εγώ θα υποταχθώ στη θέληση σου». Ύστερα, εξακολουθεί πια με χαρά, συνεπαρμένος από ένα καινούργιο δράμα: «Σε άκουσα, Κύριε, με τον ήχο των αυτιών μου, αλλά, τώρα, σε βλέπουν και τα μάτια μου».
Μ’ αυτή την τελευταία φράση θέλει να τονίσει την εσωτε­ρική ακτινοβολία, που αυτή μονάχα μπορεί να μας δείξει τον Θεό, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, το μυαλό μας, με τα αδύ­ναμα εφόδια της φτωχής μας σκέψης, δε μπορεί να συλλάβει τίποτα από το βαθύ νόημα του Απείρου, ούτε την επιφάνεια. Η αποκάλυψη του Θεού έρχεται από την καρδιά μονάχα.
Στο τελευταίο ταξίδι που έκαμα στη Φλωρεντία, ένα θαυ­μάσιο απόγεμα, πήγα σ’ ένα περίφημο μοναστήρι που βρίσκεται στα περίχωρα, στους λόφους κοντά στο Φιέζολε. Έτσι είχα την τύχη να μπορέσω να ιδώ την εκκλησία της που είναι χτισμένη πρίν από δεκαπέντε αιώνες, να κοιτάξω τα έξοχα χειρόγραφα και να ιδώ καλά όλα τα θαυμάσια έργα τέχνης που υπάρχουν εκεί, όπου όλα «έγιναν για να τιμήσουν και να δοξάσουν τον Κύριο». Αργά, καθώς περιτριγύριζα στο μικρό κήπο του μοναστηριού, μόνο τότε ανακάλυψα το μεγαλύτερο θησαυρό. Έπιασα κουβέντα μ’ ένα γεροντάκι, μιαν ευγενέστατη ψυχή, που είχε καμπουριά­σει από τους ρευματισμούς και το δούλεμα του φτυαριού του, γιατί πάνω από τριάντα χρόνια σκάλιζε τούτο το κομμάτι της γης, μουρμουρίζοντας ολοένα τις προσευχές του, και που, απαντώντας στην ερώτησή μου, έριξε μια ματιά στο παρτέρι που το φρόντιζε χρόνια, και χαμογέλασε.
— Βλέπω τις κερασιές μου πρώτα-πρώτα να πετούν μάτια, ύστερα να ανθίζουν και ύστερα να βγάζουν τον καρπό. Και τότε πιστεύω στον Θεό.
Αν ήταν δυνατό να διαθέτουμε το ένα εκατοστό από αυτή την πίστη, απ’ αυτή την μακάρια πεποίθηση κ’ εμπιστοσύνη, αν μπορούσαμε να αφεθούμε με τόση πληρότητα, τότε θα βρίσκαμε μονάχοι μας το μονοπάτι που φέρνει προς τον Θεό. Το πρώτο βήμα είναι η τέλεια απάρνηση: «Δεν είμαι τίποτα, δεν ξέρω τίποτα». Κι όσο εξακολουθούμε να βαδίζουμε σ’ αυτό το μονοπάτι, τόσο νιώθουμε ν’ αυξάνει μέσα μας, να πληθαίνει η γνώση μας, ώσπου στο τέλος φτάνει στήν τελική, στη σίγουρη πίστη. Κι όταν κανείς αντικρύσει έστω και πολύ ασθενικά την πρώτη λάμψη του ύστατου οράματος, τότε αποκτάει τη φρικτή γνώση της τυφλής ματαιότητας, της έλλειψης κάθε αξίας από τη ζωή χωρίς αυτό.
Όταν ήμουν ακόμα γιατρός, γνώρισα έναν άνθρωπο - ήταν πολιτευόμενος σε μια πόλη του βορρά - που σ’ όλη του τη ζωή περηφανευόταν γιατί ήταν άθεος. Είχε τσακωθεί με τη μοναδική του κόρη, και την αποκλήρωσε γιατί παντρεύτηκε ένα δάσκαλο που ήταν πολύ θεοφοβούμενος. Προς το τέλος της ζωής του, ωστόσο, όταν τον βρήκε μια ανίατη αρρώστια, αυτός ο γερο-σκεπτικιστής έπαθε μια παράξενη αλλαγή. Τώρα που η σκιά του θανάτου βάραινε πάνω του, τον έπιασε μια απίστευτη μανία, μια ακράτητη επιθυμία να δικαιολογήσει τη στάση του στο γαμπρό του. Πήγε πολλές φορές στο σπίτι της κόρης του για να κουβεν­τιάσει με τον άντρα της. Κι όταν είχε τις αμφιβολίες του δεν το έδειχνε, γιατί πάντα τέλειωνε με την παρακάτω φράση:
— Μη γελιέσαι. Δέ μετάνιωσα. Δεν πιστεύω ούτε τώρα στον Θεό.
Αυτή η απλή παρατήρηση εξαφάνισε τα τελευταία ίχνη της αντίστασης του γέρου. Και, πραγματικά, αυτή η σκέψη θα μπορούσε να χρησιμέψει σε όλους μας. Ό,τι και να συλλογιζόμαστε, ό,τι και να κάνουμε, όπως και νάχει το πράγμα, είμαστε παιδιά του Θεού. Εκείνος μας περιμένει. Λίγη πίστη φτάνει για να μας οδηγήσει κοντά Του.
Ο Αβραάμ Λίνκολν κάθε βράδυ γονάτιζε κ’ έστρεφε τη σκέψη του προς τον Θεό. Τόσο πιό έξυπνοι απ’ αυτόν είμαστε εμείς, ώστε το μεγάλο του παράδειγμα να μας αφήσει αδιάφο­ρους; Στο πέρασμα τόσων αιώνων, αμέτρητες ανθρώπινες υπάρ­ξεις διαμόρφωσαν το βίο τους πάνω στα χνάρια της αληθινής ζωής του Χριστιανού, παρέχοντας ένα φωτεινότατο παράδειγμα. Εκείνο είναι που δίνει κουράγιο στο  φοβισμένο, δύναμη στον αδύναμο, ελπίδα σ’ αυτούς που χάνονται στα σκοτάδια της απελπισίας. Εκείνος είναι παντού, πάνω μας και ολόγυρά μας, στη θάλασσα και στον ουρανό. Εκείνος βρίσκεται μέσα μας, στον καθένα από μας, φτάνει μονάχα να Τον ζητήσουμε.
*        *        *
Όταν, ώριμος πια άντρας, στρέψει κανείς το βλέμμα στα χρό­νια της νεότητας του, είναι πολύ φυσικό να αναρωτηθεί τί του δίδαξαν όλα αυτά τα χρόνια  που πέρασαν από πάνω του. Αν έμα­θα κάτι στο βιαστικό ξεδίπλωμα του καιρού είναι η αρετή της ανεκτικότητας, το μέτρο στη σκέψη και την πράξη, η μακροθυμία προς τον πλησίον. Όλα αυτά ήταν ιδιότητες που μου έλειπαν κατά τραγικό τρόπο στην παράφορη νειότη μου.
Κατάλαβα πόσο μάταιο πράγμα είναι το κυνήγημα ενός κα­θαρά υλικού σκοπού. Πόσο αδύναμη ικανοποίηση δίνουν οι κοσμικές διακρίσεις και τα πρόσκαιρα μεγαλεία! Πόσο μελαγχολικά μάταιη είναι η ξέφρενη μανία για υλικά κέρδη, έτσι όπως τη νιώθουν όσοι καταγίνονται με χρηματιστήρια, και με λεφτά γενικώς, σ’ όλο τον κόσμο, που κοιτάνε ν’ αρπάξουν, όπου τα βρουν, λίγα αποκόμματα τυπωμένου χαρτιού, για να ταΐσουν την αχόρταγη όρεξή τους που με τίποτα δεν ικανοποιείται. Όλα τα υλικά αγαθά, που τόσο πολύ μόχθησα για να τ’ αποχτήσω, τώρα δε μου λένε τίποτα μπροστά σε ένα βλέμμα αγάπης ενός ανθρώπου που μου είναι αγαπητός.
Ακόμα, έχω πια πειστεί πως η ψυχή του ανθρώπου, θα νιώσει κάποτε μέσα της βαθύτατα και πολύ έντονα, την ανάγκη του Θεού, αδιάφορο αν προσπαθούμε όλοι μας να ξεφύγουμε, να καταπιαστούμε με χίλια-δυο άλλα πράματα ξένα, - πάντως δεν μπρούμε να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από τη θεϊκή μας πηγή. Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον Θεό. Μ’ όλο που δεν το παραδεχόμαστε απολύτως, για τόν Θεό υπάρχουμε. Οι άνθρωποι πλάστηκαν «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν μερικοί που, σαν τυφλοί απέναντι στην αιωνιότητα, δεν θέλουν να παραδεχτούν αυτή την ταυτότητα με τον Θεό, που επιμένουν πως σίγουρα ο άνθρωπος κατάγεται από τα ζώα και πως ύστερ’ από το θάνατο δεν υπάρχει τίποτα, πως κι αυτοί οι ίδιοι είναι τυχαία παιγνιδάκια, θύματα μιας τυ­φλής αναγκαιότητας. Εγώ προσωπικά ποτέ δεν πίστεψα κάτι τέ­τοιο. Πίσω και πέρα από τα κάθε λογής περιστατικά της, στη ζωή μου βλέπω ένα ορισμένο διάγραμμα που, ακολουθώντας το, βαδίζω προς ένα τέλος.
Σ’ όλη μου τη ζωή στάθηκα ανίκανος να ξεφύγω από την πί­στη των πατέρων μου. Και τώρα, ύστερα από πολλές περιπέτειες, τίποτα στον κόσμο δε θα μπορούσε να με κάνει να την απαρνηθώ. Της εχω παραδοθεί «ψυχή τε και σώματι». Αυτή η παράδοση η πλήρης, η ανεξέταστη, με τέλεια και απόλυτη ταπείνωση, αυτή είναι η αληθινή ουσία, το νόημα της πίστης. Ο μαθητής του Χριστού, ο Θωμάς, που πριν πιστέψει επέμενε ν’ αγγίξει τις πληγές του αναστάντος Κυρίου, είναι το πρότυπο όλων εκείνων που στα θέματα της πίστης ανακατεύουν και τη λογική, αυτών που ξεχνούν το βαθύ νόημα του θείου λόγου:
«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Κάθε προσπάθεια να διαμορφώσουν το Χριστιανισμό, να τον αναγκάσουν να προσαρμοστεί στις σημερινές απαιτήσεις της ζωής, κάθε προσπάθεια να παρουσιάσουν το Χριστό σαν προφήτη, σαν ένα μεγάλον άνθρωπο, να εξηγήσουν τα θαύματα Του με τη βοήθεια της επιστήμης - ο Λάζαρος δεν ήταν νεκρός, αλλά βρισκό­ταν σε κωμματώδη κατάσταση, ο τυφλός που βρήκε το φως του ήταν κάποιος που υπόφερε από παροδική αμαύρωση - όλα αυτά δεν είναι τίποτε περσότερο από θλιβερές επινοήσεις, που έχουν σκοπό να ξεφύγουν από κάτι που είναι ολοφάνερο. Όταν ήρθαν οι λεπροί και Τον παρακάλεσαν να τους γιατρέψει, Εκείνος τους αποκρίθηκε: Η πίστη σας σας έσωσε. Και την ώρα της Σταύρωσης ακόμα, ο σκοπός του Σωτήρος ήταν να μας αφήσει σε μιαν ακαθόριστη αβεβαιότητα, πως η πίστη στη θεότητά Του χρειαζόταν και αυτή μια προσπάθεια. Όταν ξεφωνίζουμε και ζητούμε θετικές αποδείξεις γι’ αυτό το θέμα, μοιάζουμε με κείνους τους Ρωμαίους στρατιώτες που κορόιδευαν, μ’ όλο πούταν μισοτρομαγμένοι, και τόλμησαν να υψώσουν ως τα θεϊκά Του χείλη το σφουγ­γάρι το μουσκεμένο στο ξύδι, αποζητώντας ένα θαύμα που θα έκανε την πίστη άχρηστη. Αν στ’ αλήθεια είσαι υιός του Θεού, ας κατέβεις τώρα από τον Σταυρό.              
Σ’ αυτό λοιπόν συνίσταται η τελική εκλογή - ή όλα ή τίποτα. Όταν ξεκινούμε ο καθένας από μας, για το σύντομο, το μυστηριώδη δρόμο προς τους Εμμαούς, βαδίζουμε πλάι σ' έναν Ξένο. Ωστόσο, σ’ εκείνα τ’ άγνωστα χαρακτηριστικά, εμείς πρέπει να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε την ακτινοβόλα όψη του αναστάντος Κυρίου.
Παρ’ όλη την ένταση και το βάθος της πίστης μου, δεν πα­ριστάνω τον ιεραπόστολο. Δεν έχω διόλου την επιθυμία να αναγ­κάσω τους ανθρώπους να ακολουθήσουν τη δική μου θρησκεία και να τους φοβερίσω με την αιώνια κόλαση, αν δε θελήσουν να με ακούσουν. Αν κάτι με δίδαξαν τα παθήματα της νειότης μου, είναι η απέχθεια για τις αντιδικίες και τη γεμάτη μίσος έχθρα που συνάντησα σε ορισμένους πιστούς αντίζηλων δογμάτων. Η πίστη του κάθε ανθρώπου είναι ένα γεγονός που έχει σχέση με τον τόπο όπου κανείς θα γεννηθεί, με τη φυλή και πολλά άλλα τέτοια, είναι ζήτημα γεωγραφικού πλάτους και μήκους θα μπορούσε κανείς να πει. Γι’ αυτό, φυσικά, δεν είναι δυνατό να είναι το στοιχείο που αποκλειστικά αυτό θα καθορίσει τη σωτηρία μας. Εγώ, τουλάχιστον, έχω την πεποίθηση ότι κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος, είτε καθολικός είτε διαμαρτυρόμενος είναι, έχει την ίδια την πλήρη και αμείωτη ευκαιρία να κερδίσει την αιώνια αν­ταμοιβή του.
Αυτό το όνειρο, που όλοι μας το αγαπούμε, η αδελφότητα των ανθρώπων, μπορεί να γίνει πραγματικότητα μονάχα αν η συνεργασία αποδιώξει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις πίστεις. Τότε, πραγματικά, θα σωθεί η ανθρωπότητα. Όμως, μια τέτοια αλ­λαγή στην καρδιά του κόσμου, θα πρέπει ν’ αρχίσει από την καρδια του κάθε ανθρώπου, και θα επιτύχει μονάχα αν ο καθένας που λέει πώς είναι Χριστιανός πάψει να νοιάζεται και να φρον­τίζει τον εαυτό του μονάχα κι αρχίσει να βλέπει το άτομό του σαν όργανο εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του. Αν μπορούσαμε να πραγματώσουμε την επί του Όρους Ομιλία, τότε όλα τα προβλήματα του φτωχού βασανισμένου κόσμου μας θα χάνονταν αμέσως, όλες οι δυσκολίες που τώρα φαίνονται ανυπέρβλητες, που τυραννούν την ανθρωπότητα, θα διαλύονταν όπως η αχλύ του όρθου σκορπίζει την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: ότι τίποτα, ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμιά άλλη δύναμη στον κόσμο, δε θα μπορέσει να στηρίξει ξανά στά πόδια του τον κλονισμένο και συντριμμένο μας κόσμο, εκτός από τη διδασκαλία Εκείνου που έφερε στους ώμους του ως το Γολγοθά το βάρος από τις αμαρτίες ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Όταν ο κόσμος δείχνει να είναι ένας τόπος γεμάτος κούραση και ταραχή, τα λόγια του Χριστού είναι η φωτεινή αχτίνα στο σκοτεινό ορίζοντα, το φάρμακο που ανακουφίζει από τη μιζέρια και τη δια­μάχη. Θα μας δοθεί η χάρη να το δούμε αυτό το φως, να μετα­χειριστούμε το φάρμακο για τις ψυχές μας; Η ανάγκη είναι κάτι περσότερο κι από επιτακτική, είναι απελπιστικά επείγουσα.
Ο ανθρώπινος πόνος είναι πράξη μεταμέλειας. Ένα μονάχο δάκρυ συντριβής, μια φωνή από τα βάθη της ψυχής είναι αρκετή. O τελώνης του Ευαγγελίου γονατίζοντας στο σκοτάδι του ναού, το μόνο που έκαμε ήταν να σκύψει περίλυπος το κεφάλι και να πει: «Ω Κύριε, συγχώρεσε με, τον αμαρτωλό»... αυτή είναι η υπέρτατη προσευχή… η προσευχή που μου ταιριάζει... η προσ­ευχή που, σίγουρα, ταιριάζει σ’ όλους τους ανθρώπους.

Ο Άρτσιμπαλντ Τζόζεφ Κρόνιν (A. J. Cronin 1896–1981), ήταν Σκωτσέζος ιατρός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Ακαδημία του Ντανμπάρτον και στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης από όπου πήρε πτυχίο Ιατρικής και εργάστηκε σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1921 παντρεύτηκε την Ανιές Μαίρη Γκίμπσον (επίσης γιατρό) και άρχισε να ασκεί την Ιατρική σαν ελεύθερος επαγγελματίας στη Νότια Ουαλία. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Το 1930, ύστερα από κάποιο κλονισμό της υγείας του, αποσύρθηκε για ανάρρωση σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Ινβεραρέι. Εκεί, μέσα σε τρεις μήνες, έγγραψε το πρώτο του βιβλίο "Hatter's Castle" (Ελλην. τίτλος: “Το Κάστρο”). Το βιβλίο γνώρισε εκπληκτική επιτυχία, μεταφράστηκε σε πέντε γλώσσες και του έδωσε την ευκαιρία να εγκαταλείψει την Ιατρική και ν' αφοσιωθεί στην μυθιστοριογραφία.
Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του είναι τα: “Το Κάστρο” (1931), “Τʼ αστέρια κοιτάζουν τη γη” (1935), “Τα κλειδιά της βασιλείας” (1941), “Τα άγουρα χρόνια” (1944) και “Τα ώριμα χρόνια” (1948).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...